- σιβαϊσμός
- ο, Νη λατρεία τού Σίβα, μία από τις μορφές τού σύγχρονου ινδουισμού, παράλληλη με τον βισνουισμό και τον σακτισμό, τής οποίας οι πιστοί θεωρούν ως υπέρτατη θεότητα τον Σίβα, ακολουθούν τα θεμελιώδη δόγματα και τους τελετουργικούς τύπους τού βραχμανισμού και διάγουν ασκητικό βίο.[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελληνική ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. sivaism / shivaism < Siva / Shiva «Σίβα» + κατάλ. -ism (πρβλ. -ισμός*)].
Dictionary of Greek. 2013.